- ἐπιγουνίδιος
- ἐπιγουν-ίδιος [ῐδ], ον,A upon the knee,
βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek
ἐπιγουνίδιον — neut nom/voc/acc sg ἐπιγουνίδιος upon the knee masc/fem acc sg ἐπιγουνίδιος upon the knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)